ἥμεροι, οι
Ερμηνεία:
[ἥμερος, -ος, -ον (εξημερωμένος, πράος, ήσυχος]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... ὀδόντων του, ἀλλ᾽ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ ...[Πάσχα Ρωμέϊκο (1891)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|